δεκαδραχμος

δεκαδραχμος
    δεκάδραχμος
    δεκά-δραχμος
    2
    десятидрахмовый
    

(σῖτος Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δεκαδραχμος" в других словарях:

  • δεκάδραχμος — at the price of ten drachmae masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάδραχμος — η, ο (Α δεκάδραχμος, ον) αυτός που έχει αξία δέκα δραχμών νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δεκάδραχμο μεταλλικό νόμισμα αξίας δέκα δραχμών, δεκάρικο αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο δεκάδραχμος φορολογούμενος που πληρώνει ως φόρο δέκα δραχμές …   Dictionary of Greek

  • δεκάδραχμος — η, ο 1. αυτός που έχει αξία δέκα δραχμών: Μου έδωσε ένα δεκάδραχμο νόμισμα. 2. το ουδ. ως ουσ., δεκάδραχμο νόμισμα μεταλλικό αξίας δέκα δραχμών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεκαδράχμου — δεκάδραχμος at the price of ten drachmae masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»